- πολύχαρμος
- Έλληνας γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Κατά τον Πλίνιο, ήταν ο κατασκευαστής δύο μαρμάρινων αγαλμάτων της Αφροδίτης, που την παρουσίαζαν να λούζεται ορθή. Αντίγραφα των έργων θεωρούνται δύο αγάλματα που βρίσκονται στη στοά της Οκταβίας στη Ρώμη από τα χρόνια του Μέτελλου.
* * *-ον, Απολύ πολεμικός, φιλοπόλεμος («νικήσασα κέλητι Φιλαινίδα τὴν πολύχαρμον», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χαρμος (< χάρμη «χαρά τής μάχης»), πρβλ. μενέ-χαρμος].
Dictionary of Greek. 2013.